αλικόντιση

αλικόντιση
η [αλικοντίζω]
1. το αλικόντι
2. βραδύτητα, καθυστέρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλικοντίζω — και αλικουντίζω 1. εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ 2. πείθω ή υποχρεώνω κάποιον να αναβάλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alikomak «σταματώ, κατακρατώ, εμποδίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. αλικόντι, αλικόντιση, αλικόντισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”